Ομόφωνα αθώους για το σύνολο των κατηγοριών έκρινε το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Ιωαννίνων τους 2 συντρόφους που είχανε συλληφθεί το φθινόπωρο του 2016 σε επεισόδια που ξέσπασαν -με υπαιτιότητα της αστυνομίας- εντός του δικαστικού μεγάρου Ιωαννίνων, κατά την ημέρα εκδίκασης της υπόθεσης εκκένωσης της κατάληψης Acta et Verba. Οι αποδιδόμενες κατηγορίες ήταν η αντίσταση κατά της αρχής, η απόπειρα τέλεσης ελαφριών σωματικών βλαβών κατά ενός αστυνομικού της ΟΠΚΕ και η άρνηση δακτυλοσκόπησης (με την επιβαρυντική περίσταση του προεδρικού διατάγματος του 1977).
Μετά από κάλεσμα των τριών καταλήψεων της πόλης πραγματοποιήθηκε συγκέντρωση στα σκαλοπάτια του δικαστηρίου. Η υπόθεση, τελευταία στο πινάκιο, ξεκίνησε με ένταση κατά τις 12:00, καθώς οι έως πριν 4 αστυνομικοί έγιναν 10 μέσα στην αίθουσα, δίνοντας το πάτημα στους δικαστές να ξεκινήσουν τη δίκη άνευ αλληλέγγυων υποστηρικτών, άνευ -ουσιαστικά- κοινού, με το πρόσχημα των μέτρων covid. Μετά από ενστάσεις της συνηγόρου υπεράσπισης περί των συνταγματικών προβλέψεων δημοσιότητας της δίκης και μικρή διακοπή, οι μπάτσοι μειώθηκαν στους 5 και ισάριθμες συντρόφισσες εισήλθαν στην αίθουσα. Αξίζει να σημειωθεί πως στις 09:00 το πρωί, μέσα στην αίθουσα, υπήρχαν 24 άτομα (κατηγορούμενοι, μάρτυρες, ακροατές) και πάνω από 10 δικηγόροι…
Κατέθεσαν συνολικά 4 αστυνομικοί. Ο πρώτος -το υποτιθέμενο θύμα ξυλοδαρμού, μέλος της ΟΠΚΕ και πρωταίτιος της αστυνομικής βιαιότητας κατά των κατηγορουμένων στην εν λόγω υπόθεση, δεν κατάφερε να στηρίξει στο ελάχιστο τα όσα είχε καταθέσει προανακριτικά, παρόλο που εθεάθη να προσεγγίζει τον αστυνομικό βάρδιας δικαστηρίων για να του ζητήσει τον φάκελο της υπόθεσης ώστε να «φρεσκάρει» τη μνήμη του. Δυστυχώς για αυτόν ο φάκελος είχε ήδη ανέβει στην έδρα. Ο δεύτερος, προϊστάμενος του εγκληματολογικού την εποχή της σύλληψης και επικεφαλής της διμοιρίας ΜΑΤ που εισέβαλε στον ΑΚΟΙΧΙ στις 06/12/2009, ουσιαστικά αποπέμφθηκε από την έδρα καθ’ όσον δεν είχε να εισφέρει τίποτα στην υπόθεση μιας και την ώρα των συμβάντων είχε υπηρεσία στο τμήμα. Ο τρίτος, τότε διοικητής της ΟΠΚΕ, παρόλο που παρείχε διακριτική «συναδελφική» κάλυψη στον πρώτο μάρτυρα, απέτυχε κατά τη διαδικασία των ερωτήσεων να προσδώσει αληθοφάνεια στην αστυνομική μυθοπλασία για το πώς εκτυλίχθησαν τα γεγονότα εκείνη την ημέρα. Τέλος, ο τέταρτος μάρτυρας, μέλος της ΟΠΚΕ και αυτός, επιχείρησε να περιορίσει τον πραγματικό χρόνο παραμονής του στα δικαστήρια, ώστε να αποφύγει να τοποθετηθεί για όλη την εξέλιξη του περιστατικού. Όμως, από τη διαδικασία της εξέτασης, αποκαλύφθηκε πως είχε πλήρη εικόνα για όλη τη διάρκεια του περιστατικού και εν τέλει η αφήγηση του ενίσχυσε ακόμη περισσότερο τη θέση των κατηγορουμένων. Σχετικά με τον δικό του τραυματισμό ξεκαθάρισε ρητά πως οι δυο κατηγορούμενοι δεν είχανε απολύτως καμία εμπλοκή.
Από τη μεριά της υπεράσπισης κατέθεσαν δυο μάρτυρες που από διαφορετικές οπτικές γωνίες παρείχαν πλήρη, αντικειμενική και πλούσια παρουσίαση του συνόλου των επεισοδίων. Μάλιστα, ο δήθεν δαρμένος ΟΠΚίτης αποχώρησε σα βρεγμένη γάτα από την αίθουσα όταν η πρώτη μάρτυρας τον υπέδειξε αναμφιβόλως ως τον άνθρωπο που βιαιοπράγησε κατά των κατηγορουμένων. Ο δεύτερος μάρτυρας, ο οποίος στεκόταν αμέσως μετά από τον ξυλοκοπημένο και συλληφθέντα σύντροφο στη σειρά εισόδου/ελέγχου, κατέθεσε με γλαφυρό τρόπο τις νταήδικες συμπεριφορές των αστυνομικών οργάνων κατά την είσοδο στα δικαστήρια εκείνη την ημέρα, ενώ περιέγραψε αναλυτικά τους τσαμπουκάδες και το ξύλο που μοίρασε αφειδώς ο μαινόμενος αστυνομικός.
Μετά το πέρας των απολογιών, οι οποίες διέλυσαν και την παραμικρή υποψία αμφιβολίας που ενδεχομένως είχε η έδρα για την αθωότητα των κατηγορουμένων, ήρθε η ώρα της αγόρευσης του εισαγγελέα. Αφού πρότεινε την αθώωση των κατηγορουμένων για τη δεύτερη και τρίτη κατηγορία, για ουσιαστικούς και τυπικούς λόγους αντίστοιχα, ζήτησε την τιμωρία τους για το αδίκημα της αντίστασης κατά της αρχής με το ανήκουστο σκεπτικό πως «δεν μπορώ να φανταστώ ότι οι αστυνομικοί θα παραβίαζαν τα πρωτόκολλα ελέγχου ή τις εντολές ενώπιον των ανώτατων αξιωματικών τους, πράγμα που θα τους εξέθετε σε πειθαρχικούς ελέγχους». Η συνήγορος υπεράσπισης αντέτεινε στον εισαγγελέα πως «αυτό είναι ευχολόγιο κι όχι η συνήθης πρακτική της αστυνομίας», υπενθυμίζοντας που καταλήγουν οι ΕΔΕ κατά αστυνομικών, πως καταπίνει το μαύρο σκοτάδι τους άτυχους που δε βρέθηκε μια κάμερα να καταγράψει τα όσα τραβάνε από την αστυνομία, πως η αλληλοκάλυψη μεταξύ αστυνομικών οδηγεί σε κουκουλώματα και συγκαλύψεις. Υπενθύμισε, δε, την πάγια τακτική των αστυνομικών οργάνων να «φορτώνουν» το αδίκημα της αντίστασης κατά της αρχής στους συλληφθέντες ώστε να μετασχηματιστεί το θύμα της βαναυσότητας σε δήθεν θύτη.
Στις περασμένες 15:00, η αθωωτική απόφαση προξένησε το ειρωνικό γέλιο των εντός της αίθουσας αλληλέγγυων προς τα σαΐνια του αστυνομικού τμήματος, τα οποία δε θυμούνται ούτε καν αυτά που οι ίδιοι περιλαμβάνουν στις σκευωρίες τους. Απών από την εκφώνηση της απόφασης ήταν και ο δήθεν δαρμένος ΟΠΚίτης, επιβεβαιώνοντας έτσι τη μηδενική του αγωνία σχετικά με τη δήθεν απόδοση δικαιοσύνης προς το πρόσωπό του. Η απόφαση αυτή «ξεκλειδώνει» την μήνυση του ενός εκ των αθωωθέντων συντρόφων κατά του νταή ΟΠΚίτη, η εκδίκαση της οποίας αναμένεται με επιπλέον ενδιαφέρον. Το σύνολο των αλληλέγγυων αποχώρησε με συνθήματα.